- ἐμοῖο
- ἐμέωvomitfut opt mid 2nd sg (attic epic doric)ἐμέωvomitpres opt mp 2nd sg (attic epic doric)ἐμόςminemasc/neut gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MARTIUS Mensis — primus ex decem, quos Romulus constituit, unde initium anni Romanis: a Martedictus. De diebus eius festis vide Thom. Dempster. Antiq. Rom. l. 4. c. 7. et paulo infra Hunc etiam ante Romam conditam Itlaiae populos habuisse, sed quosdam tertiô,… … Hofmann J. Lexicon universale
κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… … Dictionary of Greek
παροίτερος — έρη, ον, Α (συγκρ. επίθ. τού πάροιθε) 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από κάποιον, ο εμπρόσθιος, ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.) ενώπιον, μπροστά σε κάποιον 3. (για χρόνο) ο πρότερος, ο… … Dictionary of Greek